Κράταιιν

Κράταιιν
Κράταιις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κραταιίν — Κραταιίς mighty weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιίν — κραταιίς mighty weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”